ελέγκτρια
Greek
editNoun
editελέγκτρια • (elégktria) f (plural ελέγκτριας, masculine ελεγκτής)
Declension
editDeclension of ελέγκτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελέγκτρια • | ελέγκτριες • |
genitive | ελέγκτριας • | ελεγκτριών • |
accusative | ελέγκτρια • | ελέγκτριες • |
vocative | ελέγκτρια • | ελέγκτριες • |
Related terms
edit- see: ελεγκτής m (elegktís)