επιστάτρια
Greek
editNoun
editεπιστάτρια • (epistátria) f (plural επιστάτριες, masculine επιστάτης)
Declension
editDeclension of επιστάτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστάτρια • | επιστάτριες • |
genitive | επιστάτριας • | επιστατριών • |
accusative | επιστάτρια • | επιστάτριες • |
vocative | επιστάτρια • | επιστάτριες • |