επιστημόνισσα
Greek
editNoun
editεπιστημόνισσα • (epistimónissa) f (plural επιστημόνισσες, masculine επιστήμονας)
Declension
editDeclension of επιστημόνισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστημόνισσα • | επιστημόνισσες • |
genitive | επιστημόνισσας • | επιστημονισσών • |
accusative | επιστημόνισσα • | επιστημόνισσες • |
vocative | επιστημόνισσα • | επιστημόνισσες • |
Related terms
edit- see: επιστήμη f (epistími, “science”)