ηθικολογικός
Greek edit
Adjective edit
ηθικολογικός • (ithikologikós) m (feminine ηθικολογική, neuter ηθικολογικό)
Declension edit
Declension of ηθικολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικολογικός • | ηθικολογική • | ηθικολογικό • | ηθικολογικοί • | ηθικολογικές • | ηθικολογικά • |
genitive | ηθικολογικού • | ηθικολογικής • | ηθικολογικού • | ηθικολογικών • | ηθικολογικών • | ηθικολογικών • |
accusative | ηθικολογικό • | ηθικολογική • | ηθικολογικό • | ηθικολογικούς • | ηθικολογικές • | ηθικολογικά • |
vocative | ηθικολογικέ • | ηθικολογική • | ηθικολογικό • | ηθικολογικοί • | ηθικολογικές • | ηθικολογικά • |
Related terms edit
- see: ήθος n (íthos, “ethos”)