ηττοπάθεια
Greek
editEtymology
editηττο (itto, “defeat”) + -πάθεια (-pátheia, “state”)
Noun
editηττοπάθεια • (ittopátheia) f (usually uncountable, plural ηττοπάθειες)
Declension
editDeclension of ηττοπάθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηττοπάθεια • | ηττοπάθειες • |
genitive | ηττοπάθειας • | ηττοπαθειών • |
accusative | ηττοπάθεια • | ηττοπάθειες • |
vocative | ηττοπάθεια • | ηττοπάθειες • |