θερμομονωτικός
Greek edit
Adjective edit
θερμομονωτικός • (thermomonotikós) m (feminine θερμομονωτική, neuter θερμομονωτικό)
Declension edit
Declension of θερμομονωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θερμομονωτικός • | θερμομονωτική • | θερμομονωτικό • | θερμομονωτικοί • | θερμομονωτικές • | θερμομονωτικά • |
genitive | θερμομονωτικού • | θερμομονωτικής • | θερμομονωτικού • | θερμομονωτικών • | θερμομονωτικών • | θερμομονωτικών • |
accusative | θερμομονωτικό • | θερμομονωτική • | θερμομονωτικό • | θερμομονωτικούς • | θερμομονωτικές • | θερμομονωτικά • |
vocative | θερμομονωτικέ • | θερμομονωτική • | θερμομονωτικό • | θερμομονωτικοί • | θερμομονωτικές • | θερμομονωτικά • |
Derived terms edit
- θερμομονωτικό υλικό n (thermomonotikó ylikó, “heat insulation material, lagging”)
Related terms edit
- θερμικός (thermikós, “thermal”)