θερμοσίφωνας
Greek
editNoun
editθερμοσίφωνας • (thermosífonas) m (plural θερμοσίφωνες)
Declension
editDeclension of θερμοσίφωνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θερμοσίφωνας • | θερμοσίφωνες • |
genitive | θερμοσίφωνα • | θερμοσιφώνων • |
accusative | θερμοσίφωνα • | θερμοσίφωνες • |
vocative | θερμοσίφωνα • | θερμοσίφωνες • |
Derived terms
edit- ηλιακός θερμοσίφωνας m (iliakós thermosífonas, “solar water heater”)