ικανοποίηση
Greek edit
Noun edit
ικανοποίηση • (ikanopoíisi) f (plural ικανοποιήσεις)
Declension edit
declension of ικανοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ικανοποίηση • | ικανοποιήσεις • | |
genitive | ικανοποίησης • | ικανοποιήσεων • | |
accusative | ικανοποίηση • | ικανοποιήσεις • | |
vocative | ικανοποίηση • | ικανοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ικανοποιήσεως • |