ιστιοπλόος
Greek
editNoun
editιστιοπλόος • (istioplóos) m or f (plural ιστιοπλόοι)
Declension
editDeclension of ιστιοπλόος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοπλόος • | ιστιοπλόοι • |
genitive | ιστιοπλόου • | ιστιοπλόων • |
accusative | ιστιοπλόο • | ιστιοπλόους • |
vocative | ιστιοπλόε • | ιστιοπλόοι • |
Related terms
edit- see: ιστός m (istós, “mast”)