κακοφανισμός
Greek
editNoun
editκακοφανισμός • (kakofanismós) m (plural κακοφανισμοί)
Declension
editDeclension of κακοφανισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κακοφανισμός • | κακοφανισμοί • |
genitive | κακοφανισμού • | κακοφανισμών • |
accusative | κακοφανισμό • | κακοφανισμούς • |
vocative | κακοφανισμέ • | κακοφανισμοί • |