καλωσόρισμα
Greek edit
Noun edit
καλωσόρισμα • (kalosórisma) n (plural καλωσορίσματα)
Declension edit
declension of καλωσόρισμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
genitive | καλωσορίσματος • | καλωσορισμάτων • |
accusative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
vocative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
Synonyms edit
- υποδοχή f (ypodochí)
Related terms edit
- καλωσορίζω (kalosorízo, “to welcome”)