μαγνητόφωνο
Greek
editNoun
editμαγνητόφωνο • (magnitófono) n
Declension
editDeclension of μαγνητόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |
genitive | μαγνητοφώνου •, μαγνητόφωνου • | μαγνητοφώνων • |
accusative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |
vocative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |