μαυροπεριστερόκοτα
Greek edit
Noun edit
μαυροπεριστερόκοτα • (mavroperisterókota) f (plural μαυροπεριστερόκοτες)
Declension edit
declension of μαυροπεριστερόκοτα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μαυροπεριστερόκοτα • | μαυροπεριστερόκοτες • |
genitive | μαυροπεριστερόκοτας • | — |
accusative | μαυροπεριστερόκοτα • | μαυροπεριστερόκοτες • |
vocative | μαυροπεριστερόκοτα • | μαυροπεριστερόκοτες • |