μαυρόλαιμη τσίχλα
Greek
editNoun
editμαυρόλαιμη τσίχλα • (mavrólaimi tsíchla) f (plural μαυρόλαιμες τσίχλες)
Declension
edit- see: μαυρόλαιμος (mavrólaimos) and τσίχλα (tsíchla)
μαυρόλαιμη τσίχλα • (mavrólaimi tsíchla) f (plural μαυρόλαιμες τσίχλες)