μεταγραμματισμός
Greek
editNoun
editμεταγραμματισμός • (metagrammatismós) m (plural μεταγραμματισμοί)
Declension
editDeclension of μεταγραμματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταγραμματισμός • | μεταγραμματισμοί • |
genitive | μεταγραμματισμού • | μεταγραμματισμών • |
accusative | μεταγραμματισμό • | μεταγραμματισμούς • |
vocative | μεταγραμματισμέ • | μεταγραμματισμοί • |