μπουζοκαλώδιο
Greek
editEtymology
editFrom μπουζί (bouzí, “spark plug”) + καλώδιο (kalódio, “electrical lead”).
Noun
editμπουζοκαλώδιο • (bouzokalódio) n (plural μπουζοκαλώδια)
Declension
editDeclension of μπουζοκαλώδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπουζοκαλώδιο • | μπουζοκαλώδια • |
genitive | μπουζοκαλώδιου • | μπουζοκαλώδιων • |
accusative | μπουζοκαλώδιο • | μπουζοκαλώδια • |
vocative | μπουζοκαλώδιο • | μπουζοκαλώδια • |