ξέγνοιαστος
Greek edit
Adjective edit
ξέγνοιαστος • (xégnoiastos) m (feminine ξέγνοιαστη, neuter ξέγνοιαστο)
Declension edit
Declension of ξέγνοιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξέγνοιαστος • | ξέγνοιαστη • | ξέγνοιαστο • | ξέγνοιαστοι • | ξέγνοιαστες • | ξέγνοιαστα • |
genitive | ξέγνοιαστου • | ξέγνοιαστης • | ξέγνοιαστου • | ξέγνοιαστων • | ξέγνοιαστων • | ξέγνοιαστων • |
accusative | ξέγνοιαστο • | ξέγνοιαστη • | ξέγνοιαστο • | ξέγνοιαστους • | ξέγνοιαστες • | ξέγνοιαστα • |
vocative | ξέγνοιαστε • | ξέγνοιαστη • | ξέγνοιαστο • | ξέγνοιαστοι • | ξέγνοιαστες • | ξέγνοιαστα • |
Synonyms edit
- see: ξένοιαστος (xénoiastos)