περιβαλλοντικός
Greek
editAdjective
editπεριβαλλοντικός • (perivallontikós) m (feminine περιβαλλοντική, neuter περιβαλλοντικό)
- environmental (pertaining to one's environment)
Declension
editDeclension of περιβαλλοντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιβαλλοντικός • | περιβαλλοντική • | περιβαλλοντικό • | περιβαλλοντικοί • | περιβαλλοντικές • | περιβαλλοντικά • |
genitive | περιβαλλοντικού • | περιβαλλοντικής • | περιβαλλοντικού • | περιβαλλοντικών • | περιβαλλοντικών • | περιβαλλοντικών • |
accusative | περιβαλλοντικό • | περιβαλλοντική • | περιβαλλοντικό • | περιβαλλοντικούς • | περιβαλλοντικές • | περιβαλλοντικά • |
vocative | περιβαλλοντικέ • | περιβαλλοντική • | περιβαλλοντικό • | περιβαλλοντικοί • | περιβαλλοντικές • | περιβαλλοντικά • |