προσκόλληση
Greek
editNoun
editπροσκόλληση • (proskóllisi) f (plural προσκολλήσεις)
Declension
editDeclension of προσκόλληση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | προσκόλληση • | προσκολλήσεις • | |
genitive | προσκόλλησης • | προσκολλήσεων • | |
accusative | προσκόλληση • | προσκολλήσεις • | |
vocative | προσκόλληση • | προσκολλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: προσκολλήσεως • |