ριζοσπαστικοποίηση
Greek
editNoun
editριζοσπαστικοποίηση • (rizospastikopoíisi) f (uncountable)
Declension
edit ριζοσπαστικοποίηση
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ριζοσπαστικοποίηση • |
genitive | ριζοσπαστικοποίησης • |
accusative | ριζοσπαστικοποίηση • |
vocative | ριζοσπαστικοποίηση • |
Related terms
edit- see: ριζοσπάστης m (rizospástis, “radical”)