σκατολογικός
Greek edit
Adjective edit
σκατολογικός • (skatologikós) m (feminine σκατολογικη, neuter σκατολογικό)
Declension edit
Declension of σκατολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκατολογικός • | σκατολογική • | σκατολογικό • | σκατολογικοί • | σκατολογικές • | σκατολογικά • |
genitive | σκατολογικού • | σκατολογικής • | σκατολογικού • | σκατολογικών • | σκατολογικών • | σκατολογικών • |
accusative | σκατολογικό • | σκατολογική • | σκατολογικό • | σκατολογικούς • | σκατολογικές • | σκατολογικά • |
vocative | σκατολογικέ • | σκατολογική • | σκατολογικό • | σκατολογικοί • | σκατολογικές • | σκατολογικά • |
Related terms edit
- σκατολογία f (skatología, “scatology”)