στοιχειοθέτρια
Greek
editNoun
editστοιχειοθέτρια • (stoicheiothétria) f (plural στοιχειοθέτρια, masculine στοιχειοθέτης)
Declension
editDeclension of στοιχειοθέτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |
genitive | στοιχειοθέτριας • | στοιχειοθετριών • |
accusative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |
vocative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |