συνταγματική βασιλεία
Greek
editNoun
editσυνταγματική βασιλεία • (syntagmatikí vasileía) f (plural συνταγματικές βασιλείες)
Synonyms
edit- συνταγματική μοναρχία f (syntagmatikí monarchía)
συνταγματική βασιλεία • (syntagmatikí vasileía) f (plural συνταγματικές βασιλείες)