τηλεχειριστήριο
Greek
editNoun
editτηλεχειριστήριο • (tilecheiristírio) n (plural τηλεχειριστήρια)
Declension
editDeclension of τηλεχειριστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεχειριστήριο • | τηλεχειριστήρια • |
genitive | τηλεχειριστήριου • | τηλεχειριστήριων • |
accusative | τηλεχειριστήριο • | τηλεχειριστήρια • |
vocative | τηλεχειριστήριο • | τηλεχειριστήρια • |
Synonyms
edit- τηλεκοντρόλ n (tilekontról)