Pontic Greek edit

Alternative forms edit

Etymology edit

From Byzantine Greek *φτελίδι(ο)ν (*phtelídi(o)n), the diminutive of φτελιά (phteliá), φτελέα (phteléa), later forms of πτελέα (pteléa).

Noun edit

φτελίδ' (ftelíd'n

  1. elm
    Synonym: καραγάτσ̌' (karagátš')

Derived terms edit

Further reading edit

  • Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 90
  • Tursun, Vahit (2021) “φτελίδι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 529a
  • Ιωαννίδης, Σάββας (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Κωνσταντινούπολις: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page λδʹ
  • Κούσης, Ελευθέριος Τ. (1928) “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου[1] (in Greek), volume 1, Athens, page 120 of 97–120
  • Νικοπολιτίδης, Δημήτριος (2011) “φτελιά”, in Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου [A dictionary of the Pontic dialect], Thessaloniki: Αφοί Κυριακίδη, page 880a
  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “φτελίδιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 1012a