|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανασυγκροτώ
|
ανασυγκροτήσω
|
ανασυγκροτούμαι
|
ανασυγκροτηθώ
|
2 sg
|
ανασυγκροτείς
|
ανασυγκροτήσεις
|
ανασυγκροτείσαι
|
ανασυγκροτηθείς
|
3 sg
|
ανασυγκροτεί
|
ανασυγκροτήσει
|
ανασυγκροτείται
|
ανασυγκροτηθεί
|
|
1 pl
|
ανασυγκροτούμε
|
ανασυγκροτήσουμε, [-ομε]
|
ανασυγκροτούμαστε
|
ανασυγκροτηθούμε
|
2 pl
|
ανασυγκροτείτε
|
ανασυγκροτήσετε
|
ανασυγκροτείστε
|
ανασυγκροτηθείτε
|
3 pl
|
ανασυγκροτούν(ε)
|
ανασυγκροτήσουν(ε)
|
ανασυγκροτούνται
|
ανασυγκροτηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανασυγκροτούσα
|
ανασυγκρότησα
|
ανασυγκροτούμουν - (ανασυγκροτιόμουν(α))1
|
ανασυγκροτήθηκα
|
2 sg
|
ανασυγκροτούσες
|
ανασυγκρότησες
|
[ανασυγκροτούσουν] - (ανασυγκροτιόσουν(α))
|
ανασυγκροτήθηκες
|
3 sg
|
ανασυγκροτούσε
|
ανασυγκρότησε
|
ανασυγκροτούνταν, {ανασυγκροτείτο}, {ανασυνεκροτείτο} - (ανασυγκροτιόταν(ε))
|
ανασυγκροτήθηκε
|
|
1 pl
|
ανασυγκροτούσαμε
|
ανασυγκροτήσαμε
|
ανασυγκροτούμασταν, (‑ούμαστε) - (ανασυγκροτιόμασταν, (‑όμαστε))
|
ανασυγκροτηθήκαμε
|
2 pl
|
ανασυγκροτούσατε
|
ανασυγκροτήσατε
|
[ανασυγκροτούσασταν, (‑ούσαστε)] - (ανασυγκροτιόσασταν, (‑όσαστε))
|
ανασυγκροτηθήκατε
|
3 pl
|
ανασυγκροτούσαν(ε)
|
ανασυγκρότησαν, ανασυγκροτήσαν(ε)
|
ανασυγκροτούνταν, {ανασυγκροτούντο}, {ανασυνεκροτούντο} - (ανασυγκροτιόνταν(ε), ανασυγκροτιόντουσαν, ανασυγκροτιούνταν)
|
ανασυγκροτήθηκαν, ανασυγκροτηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανασυγκροτώ ➤
|
θα ανασυγκροτήσω ➤
|
θα ανασυγκροτούμαι ➤
|
θα ανασυγκροτηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανασυγκροτείς, …
|
θα ανασυγκροτήσεις, …
|
θα ανασυγκροτείσαι, …
|
θα ανασυγκροτηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανασυγκροτήσει έχω, έχεις, … ανασυγκροτημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανασυγκροτηθεί είμαι, είσαι, … ανασυγκροτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανασυγκροτήσει είχα, είχες, … ανασυγκροτημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανασυγκροτηθεί ήμουν, ήσουν, … ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτήσει θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανασυγκροτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανασυγκροτημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ανασυγκρότησε
|
—
|
ανασυγκροτήσου
|
2 pl
|
ανασυγκροτείτε
|
ανασυγκροτήστε
|
ανασυγκροτείστε
|
ανασυγκροτηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανασυγκροτώντας ➤
|
ανασυγκροτούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανασυγκροτήσει ➤
|
ανασυγκροτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανασυγκροτήσει
|
ανασυγκροτηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Also colloquial imperfect ανασυγκροτιόμουν as in the -άω, -ώ verbs. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|