|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
γνωστοποιώ
|
γνωστοποιήσω
|
γνωστοποιούμαι
|
γνωστοποιηθώ
|
2 sg
|
γνωστοποιείς
|
γνωστοποιήσεις
|
γνωστοποιείσαι
|
γνωστοποιηθείς
|
3 sg
|
γνωστοποιεί
|
γνωστοποιήσει
|
γνωστοποιείται
|
γνωστοποιηθεί
|
|
1 pl
|
γνωστοποιούμε
|
γνωστοποιήσουμε, [-ομε]
|
γνωστοποιούμαστε, γνωστοποιόμαστε
|
γνωστοποιηθούμε
|
2 pl
|
γνωστοποιείτε
|
γνωστοποιήσετε
|
γνωστοποιείστε, (γνωστοποιόσαστε)
|
γνωστοποιηθείτε
|
3 pl
|
γνωστοποιούν(ε)
|
γνωστοποιήσουν(ε)
|
γνωστοποιούνται
|
γνωστοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
γνωστοποιούσα
|
γνωστοποίησα
|
γνωστοποιούμουν(α), γνωστοποιόμουν(α)
|
γνωστοποιήθηκα
|
2 sg
|
γνωστοποιούσες
|
γνωστοποίησες
|
[γνωστοποιούσουν(α)], γνωστοποιόσουν(α)
|
γνωστοποιήθηκες
|
3 sg
|
γνωστοποιούσε
|
γνωστοποίησε
|
γνωστοποιούνταν, γνωστοποιόταν(ε), {γνωστοποιείτο}
|
γνωστοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
γνωστοποιούσαμε
|
γνωστοποιήσαμε
|
γνωστοποιούμασταν, (‑ούμαστε), γνωστοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
γνωστοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
γνωστοποιούσατε
|
γνωστοποιήσατε
|
[γνωστοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], γνωστοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
γνωστοποιηθήκατε
|
3 pl
|
γνωστοποιούσαν(ε)
|
γνωστοποίησαν, γνωστοποιήσαν(ε)
|
γνωστοποιούνταν, γνωστοποιόνταν(ε), (γνωστοποιόντουσαν), {γνωστοποιούντο}
|
γνωστοποιήθηκαν, γνωστοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα γνωστοποιώ ➤
|
θα γνωστοποιήσω ➤
|
θα γνωστοποιούμαι ➤
|
θα γνωστοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα γνωστοποιείς, …
|
θα γνωστοποιήσεις, …
|
θα γνωστοποιείσαι, …
|
θα γνωστοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … γνωστοποιήσει έχω, έχεις, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … γνωστοποιηθεί είμαι, είσαι, … γνωστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … γνωστοποιήσει είχα, είχες, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … γνωστοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
γνωστοποίησε
|
—
|
γνωστοποιήσου
|
2 pl
|
γνωστοποιείτε
|
γνωστοποιήστε
|
γνωστοποιείστε
|
γνωστοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
γνωστοποιώντας ➤
|
γνωστοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας γνωστοποιήσει ➤
|
γνωστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
γνωστοποιήσει
|
γνωστοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|