|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ειδικεύω
|
ειδικεύσω
|
ειδικεύομαι
|
ειδικευτώ, ειδικευθώ
|
2 sg
|
ειδικεύεις
|
ειδικεύσεις
|
ειδικεύεσαι
|
ειδικευτείς, ειδικευθείς
|
3 sg
|
ειδικεύει
|
ειδικεύσει
|
ειδικεύεται
|
ειδικευτεί, ειδικευθεί
|
|
1 pl
|
ειδικεύουμε, [‑ομε]
|
ειδικεύσουμε, [‑ομε]
|
ειδικευόμαστε
|
ειδικευτούμε, ειδικευθούμε
|
2 pl
|
ειδικεύετε
|
ειδικεύσετε
|
ειδικεύεστε, ειδικευόσαστε
|
ειδικευτείτε, ειδικευθείτε
|
3 pl
|
ειδικεύουν(ε)
|
ειδικεύσουν(ε)
|
ειδικεύονται
|
ειδικευτούν(ε), ειδικευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ειδίκευα
|
ειδίκευσα
|
ειδικευόμουν(α)
|
ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα
|
2 sg
|
ειδίκευες
|
ειδίκευσες
|
ειδικευόσουν(α)
|
ειδικεύτηκες, ειδικεύθηκες
|
3 sg
|
ειδίκευε
|
ειδίκευσε
|
ειδικευόταν(ε)
|
ειδικεύτηκε, ειδικεύθηκε
|
|
1 pl
|
ειδικεύαμε
|
ειδικεύσαμε
|
ειδικευόμασταν, (‑όμαστε)
|
ειδικευτήκαμε, ειδικευθήκαμε
|
2 pl
|
ειδικεύατε
|
ειδικεύσατε
|
ειδικευόσασταν, (‑όσαστε)
|
ειδικευτήκατε, ειδικευθήκατε
|
3 pl
|
ειδίκευαν, ειδικεύαν(ε)
|
ειδίκευσαν, ειδικεύσαν(ε)
|
ειδικεύονταν, (ειδικευόντουσαν)
|
ειδικεύτηκαν, ειδικευτήκαν(ε), ειδικεύθηκαν, ειδικευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ειδικεύω ➤
|
θα ειδικεύσω ➤
|
θα ειδικεύομαι ➤
|
θα ειδικευτώ / ειδικευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ειδικεύεις, …
|
θα ειδικεύσεις, …
|
θα ειδικεύεσαι, …
|
θα ειδικευτείς / ειδικευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ειδικεύσει έχω, έχεις, … ειδικευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ειδικευτεί / ειδικευθεί είμαι, είσαι, … ειδικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ειδικεύσει είχα, είχες, … ειδικευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ειδικευτεί / ειδικευθεί ήμουν, ήσουν, … ειδικευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ειδικεύσει θα έχω, θα έχεις, … ειδικευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ειδικευτεί / ειδικευθεί θα είμαι, θα είσαι, … ειδικευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ειδίκευε
|
ειδίκευσε
|
—
|
ειδικεύσου
|
2 pl
|
ειδικεύετε
|
ειδικεύστε
|
ειδικεύεστε
|
ειδικευτείτε, ειδικευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ειδικεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ειδικεύσει ➤
|
ειδικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ειδικεύσει
|
ειδικευτεί, ειδικευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|