|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιβιβάζω
|
επιβιβάσω
|
επιβιβάζομαι
|
επιβιβαστώ, επιβιβασθώ
|
2 sg
|
επιβιβάζεις
|
επιβιβάσεις
|
επιβιβάζεσαι
|
επιβιβαστείς, επιβιβασθείς
|
3 sg
|
επιβιβάζει
|
επιβιβάσει
|
επιβιβάζεται
|
επιβιβαστεί, επιβιβασθεί
|
|
1 pl
|
επιβιβάζουμε, [‑ομε]
|
επιβιβάσουμε, [‑ομε]
|
επιβιβαζόμαστε
|
επιβιβαστούμε, επιβιβασθούμε
|
2 pl
|
επιβιβάζετε
|
επιβιβάσετε
|
επιβιβάζεστε, επιβιβαζόσαστε
|
επιβιβαστείτε, επιβιβασθείτε
|
3 pl
|
επιβιβάζουν(ε)
|
επιβιβάσουν(ε)
|
επιβιβάζονται
|
επιβιβαστούν(ε), επιβιβασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιβίβαζα
|
επιβίβασα
|
επιβιβαζόμουν(α)
|
επιβιβάστηκα, επιβιβάσθηκα
|
2 sg
|
επιβίβαζες
|
επιβίβασες
|
επιβιβαζόσουν(α)
|
επιβιβάστηκες, επιβιβάσθηκες
|
3 sg
|
επιβίβαζε
|
επιβίβασε
|
επιβιβαζόταν(ε)
|
επιβιβάστηκε, επιβιβάσθηκε
|
|
1 pl
|
επιβιβάζαμε
|
επιβιβάσαμε
|
επιβιβαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιβιβαστήκαμε, επιβιβασθήκαμε
|
2 pl
|
επιβιβάζατε
|
επιβιβάσατε
|
επιβιβαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιβιβαστήκατε, επιβιβασθήκατε
|
3 pl
|
επιβίβαζαν, επιβιβάζαν(ε)
|
επιβίβασαν, επιβιβάσαν(ε)
|
επιβιβάζονταν, (επιβιβαζόντουσαν)
|
επιβιβάστηκαν, επιβιβαστήκαν(ε), επιβιβάσθηκαν, επιβιβασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιβιβάζω ➤
|
θα επιβιβάσω ➤
|
θα επιβιβάζομαι ➤
|
θα επιβιβαστώ / επιβιβασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιβιβάζεις, …
|
θα επιβιβάσεις, …
|
θα επιβιβάζεσαι, …
|
θα επιβιβαστείς / επιβιβασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιβιβάσει έχω, έχεις, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί είμαι, είσαι, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιβιβάσει είχα, είχες, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί ήμουν, ήσουν, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβιβάσει θα έχω, θα έχεις, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιβίβαζε
|
επιβίβασε
|
—
|
επιβιβάσου
|
2 pl
|
επιβιβάζετε
|
επιβιβάστε
|
επιβιβάζεστε
|
επιβιβαστείτε, επιβιβασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιβιβάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιβιβάσει ➤
|
επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιβιβάσει
|
επιβιβαστεί, επιβιβασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|