άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα

Greek

edit

Noun

edit

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα (ágnostis taftótitas iptámena antikeímenan

  1. plural of άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno)