άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα
Greek
editNoun
editάγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα • (ágnostis taftótitas iptámena antikeímena) n
- plural of άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno)
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα • (ágnostis taftótitas iptámena antikeímena) n