άδεια οδήγησης

Greek

edit

Alternative forms

edit

Noun

edit

άδεια οδήγησης (ádeia odígisisf (plural άδειες οδήγησης)

  1. driver's license
    Synonyms: δίπλωμα οδήγησης (díploma odígisis), δίπλωμα (díploma)

Declension

edit
see: άδεια (ádeia)