άμεμπτος
See also: ἄμεμπτος
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἄμεμπτος (ámemptos).
Adjective
editάμεμπτος • (ámemptos) m (feminine άμεμπτη, neuter άμεμπτο)
Declension
editDeclension of άμεμπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άμεμπτος • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτοι • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |
genitive | άμεμπτου • | άμεμπτης • | άμεμπτου • | άμεμπτων • | άμεμπτων • | άμεμπτων • |
accusative | άμεμπτο • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτους • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |
vocative | άμεμπτε • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτοι • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |
Synonyms
edit- see: άψογος (ápsogos)
Related terms
edit- μέμφομαι (mémfomai, “to blame”)
Further reading
edit- άμεμπτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language