άραφτος
Greek
editAdjective
editάραφτος • (áraftos) m (feminine άραφτη, neuter άραφτο)
Declension
editDeclension of άραφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άραφτος • | άραφτη • | άραφτο • | άραφτοι • | άραφτες • | άραφτα • |
genitive | άραφτου • | άραφτης • | άραφτου • | άραφτων • | άραφτων • | άραφτων • |
accusative | άραφτο • | άραφτη • | άραφτο • | άραφτους • | άραφτες • | άραφτα • |
vocative | άραφτε • | άραφτη • | άραφτο • | άραφτοι • | άραφτες • | άραφτα • |