άστυφτος
Greek
editAdjective
editάστυφτος • (ástyftos) m (feminine άστυφτη, neuter άστυφτο)
- unsqueezed, not wrung
Declension
editDeclension of άστυφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άστυφτος • | άστυφτη • | άστυφτο • | άστυφτοι • | άστυφτες • | άστυφτα • |
genitive | άστυφτου • | άστυφτης • | άστυφτου • | άστυφτων • | άστυφτων • | άστυφτων • |
accusative | άστυφτο • | άστυφτη • | άστυφτο • | άστυφτους • | άστυφτες • | άστυφτα • |
vocative | άστυφτε • | άστυφτη • | άστυφτο • | άστυφτοι • | άστυφτες • | άστυφτα • |
Related terms
edit- see: στύβω (stývo, “to squeeze”)
Further reading
edit- άστυφτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language