αγγάστρωτος
Greek
editAdjective
editαγγάστρωτος • (angástrotos) m (feminine αγγάστρωτη, neuter αγγάστρωτο)
Declension
editDeclension of αγγάστρωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγάστρωτος • | αγγάστρωτη • | αγγάστρωτο • | αγγάστρωτοι • | αγγάστρωτες • | αγγάστρωτα • |
genitive | αγγάστρωτου • | αγγάστρωτης • | αγγάστρωτου • | αγγάστρωτων • | αγγάστρωτων • | αγγάστρωτων • |
accusative | αγγάστρωτο • | αγγάστρωτη • | αγγάστρωτο • | αγγάστρωτους • | αγγάστρωτες • | αγγάστρωτα • |
vocative | αγγάστρωτε • | αγγάστρωτη • | αγγάστρωτο • | αγγάστρωτοι • | αγγάστρωτες • | αγγάστρωτα • |