αγγειεκτομή
Greek
editNoun
editαγγειεκτομή • (angeiektomí) f (plural αγγειεκτομές)
Declension
editDeclension of αγγειεκτομή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειεκτομή • | αγγειεκτομές • |
genitive | αγγειεκτομής • | αγγειεκτομών • |
accusative | αγγειεκτομή • | αγγειεκτομές • |
vocative | αγγειεκτομή • | αγγειεκτομές • |
Related terms
edit- see: αγγειολογία f (angeiología, “angiology”)
- and see: αγγείο n (angeío, “blood vessel, pot”) for pottery related terms