αγγειοπλάστρια
Greek
editNoun
editαγγειοπλάστρια • (angeioplástria) f (plural αγγειοπλάστριες, masculine αγγειοπλάστης)
Declension
editDeclension of αγγειοπλάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλάστρια • | αγγειοπλάστριες • |
genitive | αγγειοπλάστριας • | αγγειοπλαστριών • |
accusative | αγγειοπλάστρια • | αγγειοπλάστριες • |
vocative | αγγειοπλάστρια • | αγγειοπλάστριες • |
Related terms
edit- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)