αγορήτρια
Greek
editNoun
editαγορήτρια • (agorítria) f (plural αγορήτριες, masculine αγορητής)
Declension
editDeclension of αγορήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγορήτρια • | αγορήτριες • |
genitive | αγορήτριας • | αγορητριών • |
accusative | αγορήτρια • | αγορήτριες • |
vocative | αγορήτρια • | αγορήτριες • |
Related terms
edit- see also: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)