αγριόρνιθα
Greek
editNoun
editαγριόρνιθα • (agriórnitha) f (plural αγριόρνιθες)
Declension
editDeclension of αγριόρνιθα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόρνιθα • | αγριόρνιθες • |
genitive | αγριόρνιθας • | αγριορνίθων • |
accusative | αγριόρνιθα • | αγριόρνιθες • |
vocative | αγριόρνιθα • | αγριόρνιθες • |
Synonyms
edit- αγριόγαλος f (agriógalos)
- αγριόκοτα f (agriókota)
Coordinate terms
edit- περιστερόκοτα f (peristerókota, “sandgrouse”)