αγροκαλλιέργεια
Greek
editNoun
editαγροκαλλιέργεια • (agrokalliérgeia) f (plural αγροκαλλιέργειες)
- agriculture
- αστική αγροκαλλιέργεια ― astikí agrokalliérgeia ― urban agriculture
Declension
editDeclension of αγροκαλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγροκαλλιέργεια • | αγροκαλλιέργειες • |
genitive | αγροκαλλιέργειας • | αγροκαλλιεργειών • |
accusative | αγροκαλλιέργεια • | αγροκαλλιέργειες • |
vocative | αγροκαλλιέργεια • | αγροκαλλιέργειες • |
Related terms
edit- see: αγρός m (agrós, “field”)