αγροκαλλιέργεια

Greek

edit

Noun

edit

αγροκαλλιέργεια (agrokalliérgeiaf (plural αγροκαλλιέργειες)

  1. agriculture
    αστική αγροκαλλιέργειαastikí agrokalliérgeiaurban agriculture

Declension

edit
edit