αγωνιστικότητα
Greek edit
Etymology edit
αγωνιστικός (agonistikós, “competitive”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun edit
αγωνιστικότητα • (agonistikótita) f (uncountable)
Declension edit
declension of αγωνιστικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αγωνιστικότητα • | αγωνιστικότητες • |
genitive | αγωνιστικότητας • | αγωνιστικοτήτων • |
accusative | αγωνιστικότητα • | αγωνιστικότητες • |
vocative | αγωνιστικότητα • | αγωνιστικότητες • |