αδιαχώρητος
Greek
editAdjective
editαδιαχώρητος • (adiachóritos) m (feminine αδιαχώρητη, neuter αδιαχώρητο)
- (physics) cannot occupy a space with another (property)
Declension
editDeclension of αδιαχώρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαχώρητος • | αδιαχώρητη • | αδιαχώρητο • | αδιαχώρητοι • | αδιαχώρητες • | αδιαχώρητα • |
genitive | αδιαχώρητου • | αδιαχώρητης • | αδιαχώρητου • | αδιαχώρητων • | αδιαχώρητων • | αδιαχώρητων • |
accusative | αδιαχώρητο • | αδιαχώρητη • | αδιαχώρητο • | αδιαχώρητους • | αδιαχώρητες • | αδιαχώρητα • |
vocative | αδιαχώρητε • | αδιαχώρητη • | αδιαχώρητο • | αδιαχώρητοι • | αδιαχώρητες • | αδιαχώρητα • |