αδόνητος
Greek
editAdjective
editαδόνητος • (adónitos) m (feminine αδόνητη, neuter αδόνητο)
Declension
editDeclension of αδόνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδόνητος • | αδόνητη • | αδόνητο • | αδόνητοι • | αδόνητες • | αδόνητα • |
genitive | αδόνητου • | αδόνητης • | αδόνητου • | αδόνητων • | αδόνητων • | αδόνητων • |
accusative | αδόνητο • | αδόνητη • | αδόνητο • | αδόνητους • | αδόνητες • | αδόνητα • |
vocative | αδόνητε • | αδόνητη • | αδόνητο • | αδόνητοι • | αδόνητες • | αδόνητα • |
Related terms
edit- δονώ (donó, “to vibrate”)