αεριολογία
See also: αερολογία
Greek
editNoun
editαεριολογία • (aeriología) f (plural αεριολογίες)
Declension
editDeclension of αεριολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεριολογία • | αεριολογίες • |
genitive | αεριολογίας • | αεριολογιών • |
accusative | αεριολογία • | αεριολογίες • |
vocative | αεριολογία • | αεριολογίες • |