αεροκαθαριστήρας
Greek edit
Noun edit
αεροκαθαριστήρας • (aerokatharistíras) m (plural αεροκαθαριστήρες)
Declension edit
declension of αεροκαθαριστήρας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αεροκαθαριστήρας • | αεροκαθαριστήρες • |
genitive | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστηρών • |
accusative | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστήρες • |
vocative | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστήρες • |