αθυμιάτιστος
Greek
editAdjective
editαθυμιάτιστος • (athymiátistos) m (feminine αθυμιάτιστη, neuter αθυμιάτιστο)
Declension
editDeclension of αθυμιάτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθυμιάτιστος • | αθυμιάτιστη • | αθυμιάτιστο • | αθυμιάτιστοι • | αθυμιάτιστες • | αθυμιάτιστα • |
genitive | αθυμιάτιστου • | αθυμιάτιστης • | αθυμιάτιστου • | αθυμιάτιστων • | αθυμιάτιστων • | αθυμιάτιστων • |
accusative | αθυμιάτιστο • | αθυμιάτιστη • | αθυμιάτιστο • | αθυμιάτιστους • | αθυμιάτιστες • | αθυμιάτιστα • |
vocative | αθυμιάτιστε • | αθυμιάτιστη • | αθυμιάτιστο • | αθυμιάτιστοι • | αθυμιάτιστες • | αθυμιάτιστα • |
Synonyms
edit- αλιβάνιστος (alivánistos)
Related terms
edit- θυμιατίζω (thymiatízo, “to cense, to burn incense”)