αισθητήριος
Greek edit
Adjective edit
αισθητήριος • (aisthitírios) m (feminine αισθητήρια, neuter αισθητήριο)
Declension edit
Declension of αισθητήριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητήριος • | αισθητήρια • | αισθητήριο • | αισθητήριοι • | αισθητήριες • | αισθητήρια • |
genitive | αισθητήριου • | αισθητήριας • | αισθητήριου • | αισθητήριων • | αισθητήριων • | αισθητήριων • |
accusative | αισθητήριο • | αισθητήρια • | αισθητήριο • | αισθητήριους • | αισθητήριες • | αισθητήρια • |
vocative | αισθητήριε • | αισθητήρια • | αισθητήριο • | αισθητήριοι • | αισθητήριες • | αισθητήρια • |
Derived terms edit
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, “sense organ”)
Related terms edit
- see: αίσθηση f (aísthisi, “sense, sensation”)