ακλυδώνιστος
Greek
editAdjective
editακλυδώνιστος • (aklydónistos) m (feminine ακλυδώνιστη, neuter ακλυδώνιστο)
Declension
editDeclension of ακλυδώνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακλυδώνιστος • | ακλυδώνιστη • | ακλυδώνιστο • | ακλυδώνιστοι • | ακλυδώνιστες • | ακλυδώνιστα • |
genitive | ακλυδώνιστου • | ακλυδώνιστης • | ακλυδώνιστου • | ακλυδώνιστων • | ακλυδώνιστων • | ακλυδώνιστων • |
accusative | ακλυδώνιστο • | ακλυδώνιστη • | ακλυδώνιστο • | ακλυδώνιστους • | ακλυδώνιστες • | ακλυδώνιστα • |
vocative | ακλυδώνιστε • | ακλυδώνιστη • | ακλυδώνιστο • | ακλυδώνιστοι • | ακλυδώνιστες • | ακλυδώνιστα • |
Related terms
edit- κλυδωνίζομαι (klydonízomai, “to rock”)