αλγοριθμικός
Greek
editAdjective
editαλγοριθμικός • (algorithmikós) m (feminine αλγοριθμική, neuter αλγοριθμικό)
Declension
editDeclension of αλγοριθμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλγοριθμικός • | αλγοριθμική • | αλγοριθμικό • | αλγοριθμικοί • | αλγοριθμικές • | αλγοριθμικά • |
genitive | αλγοριθμικού • | αλγοριθμικής • | αλγοριθμικού • | αλγοριθμικών • | αλγοριθμικών • | αλγοριθμικών • |
accusative | αλγοριθμικό • | αλγοριθμική • | αλγοριθμικό • | αλγοριθμικούς • | αλγοριθμικές • | αλγοριθμικά • |
vocative | αλγοριθμικέ • | αλγοριθμική • | αλγοριθμικό • | αλγοριθμικοί • | αλγοριθμικές • | αλγοριθμικά • |
Related terms
edit- αλγόριθμος m (algórithmos, “algorithm”)