αλτρουίστρια
Greek
editAlternative forms
edit- αλτρουΐστρια f (altrouḯstria)
Noun
editαλτρουίστρια • (altrouístria) f (plural αλτρουίστριες, masculine αλτρουιστής)
Declension
editDeclension of αλτρουίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλτρουίστρια • | αλτρουίστριες • |
genitive | αλτρουίστριας • | αλτρουιστριών • |
accusative | αλτρουίστρια • | αλτρουίστριες • |
vocative | αλτρουίστρια • | αλτρουίστριες • |
Related terms
edit- see: αλτρουισμός m (altrouismós, “altruism”)